- πιτσιλιά
- ηκηλίδα από πιτσίλισμα: Βάφοντας γέμισες πιτσιλιές το πρόσωπό σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιτσιλιά — η, Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσυλιά … Dictionary of Greek
πιτσυλιά — και, δ. γρφ. πιτσιλιά, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] κηλίδα που οφείλεται σε πιτσύλισμα … Dictionary of Greek
φακίδα — η μικρή φαιή κηλίδα του ανθρώπινου δέρματος (ιδίως στο πρόσωπο) σχήματος φακής, πιτσιλιά, πιτσιλάδα: Το πρόσωπό του είναι γεμάτο φακίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)